- ἀποτραχηλίζω
- ἀποτρᾰχηλίζω,A strangle,
σχοινίοις Eun.Hist.p.272
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχοινίοις Eun.Hist.p.272
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποτραχηλισάμενος — ἀποτραχηλίζω strangle aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτραχηλίζοντες — ἀποτραχηλίζω strangle pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)